-
1 изделие
το προϊόνпрессованные - я πρεσαριστά/συμπιεσμένα - ταювелирные - я τα κοσμήματα, τα χρυσαφικάготовое - έτοιμο -, τελειωμένο -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изделие
-
2 изделие
-я ουδ.κατασκευή έργο είδος, πράγμα, αντικείμενο•чулки фабричного и кустарного -я γυναικείες κάλτσες έτοιμες και χειροποίητες•
скатерть домашнего -я τραπεζομάντηλο οικιακής κατασκευής•
трикотажные -я πλεκτά είδη•
металлические -я μεταλλικά είδη•
фарфорные -я είδη πορσελάνης•
ручное изделие εργόχειρο, χειροτέχνημα.
|| καλλιτέχνη μα.